- διάθεση
- Τοποθέτηση, διάταξη στον χώρο· παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης· η ψυχική κατάσταση, η επιθυμία, η προθυμία· η κληρονομική μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων.
(Ιατρ.) Όρος που χαρακτηρίζει την τάση ενός οργανισμού να αντιδρά σε ορισμένα παθογόνα ερεθίσματα με τρόπο αφύσικο, έτσι ώστε να εμφανίζει με μεγαλύτερη ευκολία ορισμένες παθήσεις. Σύμφωνα με τις σύγχρονες απόψεις κάθε δ. αποτελεί την εκδήλωση μιας αλλοίωσης των γονιδίων και συνεπώς έχει καθαρά κληρονομικό χαρακτήρα. Σε κάθε δ. αντιστοιχεί μια προδιάθεση προσβολής από μία ή περισσότερες νόσους της ίδιας ομάδας, η εξέλιξη των οποίων εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως η ηλικία, η ποιότητα και η ποσότητα των παθογόνων ερεθισμάτων, το περιβάλλον κ.ά.
Στη νευροαρθριτική δ., για παράδειγμα, παρατηρούνται κατά την παιδική ηλικία, έκζεμα, σπασμοφιλία, ενούρηση, οξοναιμικές κρίσεις, ενώ στους ενήλικους μπορεί να εμφανιστούν παθήσεις των αρθρώσεων ρευματικού τύπου, ποδάγρα, λιθίαση κ.ά. Έχουν περιγραφεί επίσης οι κλινικές εικόνες της αλλεργικής, της λεμφατικής και άλλων δ.
* * *η (Α διάθεσις, -εως) [διατίθημι]1. τοποθέτηση, διάταξη σε χώρο, διευθέτηση, τακτοποίηση, συγύρισμα2. χρησιμοποίηση πραγμάτων (κυρίως χρημάτων)3. μοίρασμα περιουσίας, κληροδοσία (συνήθως με διαθήκη)4. ψυχική ή σωματική κατάσταση, κέφι, όρεξη5. τα αισθήματα που τρέφει κανείς για κάποιον άλλο6. πληθ. οι διαθέσειςο σκοπός, οι προθέσεις7. γραμμ. έννοια εκφραζόμενη από το ρήμα (ενέργεια, πάθος, κατάσταση)8. φρ. α) «είμαι στη διάθεσή σου» — μπορώ να σέ εξυπηρετήσω όπως νομίζειςβ) «δεν έχω διάθεση για ύπνο απόψε» — δεν νυστάζωαρχ.1. διαρρύθμιση έργων τέχνης ή μελών γλυπτού συμπλέγματος2. ρητορική δεινότητα3. ομοιότητα4. έκθεση για πώληση5. διαθήκη.
Dictionary of Greek. 2013.